-
1 ευκτική
-
2 εὐκτικῇ
-
3 ευκτική
-
4 εὐκτική
-
5 ευκτική
η грам, желательное наклонение -
6 εὐκτικός
-
7 εὐκτικός
-------------------------------- -
8 εὔχομαι
Grammatical information: v.Meaning: 1. `proclaim, boast' (Il.); 2. `promise solemnly' (Il.; also e. g. Pl. Ph. 58b); 3. `pray' (Il.);Derivatives: εὖχος `glory' (cf. κλέος), rarely and secondarily `fulfilment of a prayer' (Il.); εὑχωλή `proclamation, boast, vow, prayer' (Il.; also Arc. Cypr., Bechtel Dial. 1, 391 aund 447) with εὑχωλιμαῖος `bound by a vow' (Hdt. 2, 63; cf. Chantraine Formation 49, Mélanges Maspero II 221); εὑχή `vow, prayer' (κ 526); εὔγματα pl. `boasts' (χ 249), `vow, prayer' (Trag., Call.); cf. ῥήματα; πρόσ-ευξις `prayer' (Orph.). Verbal adj. εὑκτός `asked for' (Ξ 98 εὑκτά n. pl.), `desired' (att.); with ἀπ-ευκτός, πολύ-ευκτος (A.); also ἀπ-, πολυ-εύχετος (A., h. Cer. usw.); εὑκταῖος `containing a prayer' (trag. etc.); εὑκτικός `belonging to a prayer', ἡ εὑκτική ( ἔγκλισις) = ( modus) optativus (hell.); εὑκτήριος `belonging to the prayer', - ιον n. `house of prayer' (Just.); on - τικός: - τήριος Chantraine Formation 13. - Polyinterpretable is the 1. member in Εὑχ-ήνωρ (Ν 663), s. Sommer Nominalkomp. 175. - Lengthened forms of the present-stem εὑχετόωντο, - τάασθαι = εὔχοντο, - εσθαι (Il.); explanation uncertain, s. Leumann Hom. Wörter 182ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 358. - On εὖχος, εὑχή, εὑχωλή etx. s. Porzig Satzinhalte 231f., 235, Chantraine Formation 183, 418f.; also G. Steinkopf Unters. zu d. Geschichte d. Ruhmes bei d. Griech. Diss. Halle 1937, M. Greindl Κλέος, κῦδος, εὖχος, τιμή, φάτις, δόξα. Diss. München 1938.Etymology: εὔχομαι is identical with Av. aoǰaite `solemnly proclaim, invoke', Skt. óhate `boast, praise', IE *h₁éughetai or *h₁éugʷhetai (with gʷ̯ʰ \> χ after υ); an old term of the religious language. Beside it the athematic preterite 3. sg. εὖκτο (Thebaïs Fr. 3) = GAv. aogǝdā, LAv. aoxta; also 1. sg. εὔγμην (S. Tr. 610)?; s. the lit. in Schwyzer 679 n. 6. - Against eugh- or eugʷʰ- in εὔχεται stands in Lat. voveō `solemnly promise, implore', Skt. vāghát- `the vower, who prays', IE u̯egʷʰ-; semantically diverging or phonetically uncertain are Arm. uzem `I will', y-uzem `I search', gog `say!'. - Cf. W.-Hofmann s. voveō.Page in Frisk: 1,595-596Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὔχομαι
См. также в других словарях:
ευκτική — Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια … Dictionary of Greek
ευκτική — η (γραμμ.), μια από τις εγκλίσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που σε ανεξάρτητη πρόταση εκφράζει ευχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκτικῇ — εὐκτικός expressing a wish fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτική — εὐκτικός expressing a wish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
ευκτικός — ή, ό (ΑΜ εὐκτικός, ή, όν) 1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ. β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
φιλευκτικός — όν, Α γραμμ. αυτός που τού αρέσει η ευκτική έγκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐκτική «μία από τις εγκλίσεις τού ρήματος»] … Dictionary of Greek
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Древнегреческий — язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия